πολιορκοῦσα

πολιορκοῦσα
πολιορκέω
besiege
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περίσχεση — η / περίσχεσις, έσεως, ΝΑ [περιέχω] νεοελλ. 1. περιορισμός τής επέκτασης ή τής κίνησης κάποιου από όλες τις πλευρές 2. στρ. παρεμπόδιση τού αντιπάλου να έλθει σε επικοινωνία με φιλικά στρατεύματα ώστε να αποκλειστεί μέσα σε φρούριο ή άλλο μέρος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”